- ρίγιον
- Αεπίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος)1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.)2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος].
Dictionary of Greek. 2013.